- αντι-
- (AM ἀντι-) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του -ι ως αντ-είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ-, όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από ψιλωτικές διαλέκτους απαντά αντ- (πλ. αντήλιος) και με β' συνθετικά που δασύνονται. Επίσης σε νεώτερα σύνθετα με β' συνθετικό από φωνήεν συχνά δεν γίνεται έκθλιψη (πρβλ. αντιαεροπορικός, αντιαισθητικός κ.ά.). Η αρχική σημασία του αντι-είναι «κατά πρόσωπο, απέναντι», όμως, στη διάρκεια της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, τα σύνθετα με την αντι-δήλωσαν και τις ακόλουθες σημασίες με βάση τις αντίστοιχες συντάξεις της πρόθ. αντί: 1. της αντίθεσης ή εναντίωσης (πρβλ. αντιβαίνω, αντιγνωμώ, αντιπαιδαγωγικός, αντιεπιστημονικός, ανθέλκω, ανθυγιεινός κ.ά)2. της αναπλήρωσης ή αντικατάστασης, κυρίως με ονόματα που δηλώνουν αξίωμα (πρβλ. ανθηγέτης, ανθυπολοχαγός, αντιβασιλεύς, αντιπρόεδρος, αντισυνταγματάρχης κ.ά)3. της αμοιβαίας ενέργειας, ομοιότητας ή ανταπόδοσης. (Πρβλ. ανθαλίσκομαι, ανθάπτομαι, ανθυποβάλλω, αντεναγκαλίζομαι, αντιβοηθώ, αντιβοώ, αντιδεξιούμαι, αντιδημηγορώ, αντικαλημερίζω κ.ά.)4. της ισοδύναμης αξίας ή τιμής (πρβλ. αντάξιος, αντιβαρής, αντίθεος, αντίτιμο κ.ά.)5. της ομοιότητας στη μορφή ή τη σύσταση, ό,τι γίνεται με πρότυπο κάτι άλλο (πρβλ. αντίγραφο, αντικλείδι, αντίτυπο, κ.λπ.)6. του αντιδότου, θεραπευτικού μέσου, φαρμάκου (πρβλ. ανθιδρωτικός, αντιαρθριτικός, αντιδυσεντερικός, αντικαρκινικός, αντιπυρετικός, κ.ά)7. του απέναντι ή αντίκρυ (πρβλ. ανθίστημι, αντιβλέπω, αντίπερα κ.λπ.)8. του χρονικού ορίου, του πέρα από ορισμένο χρονικό όριο (πρβλ. αντιμεθαυριο, αντιπρόπερσι αντιπροχτές, κ.ά)9. ό,τι γίνεται σε αντιπερισμασμό προς επίσημες ή καθιερωμένες εκδηλώσεις (πρβλ. αντιεκδήλωση αντιμάθημα, αντιφεστιβάλ, κ.ά.).
Dictionary of Greek. 2013.